- γλωσσοδέρνω
- 1. μετ. бранить, ругать;2. αμετ. 1) чесать язык, трепать языком; злословить; 2) ругаться, браниться;
γλωσσοδέρνομαι — ругаться, браниться, поносить друг друга бранными словами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλωσσοδέρνομαι — ругаться, браниться, поносить друг друга бранными словами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλωσσοδέρνω — βρίζω, συκοφαντώ … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek